καλλιχωρία

καλλιχωρία
καλλιχωρία, ἡ (Α)
η ωραιότητα μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -χωρία (< -χωρος ή < -χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ευρυ-χωρία, στενο-χωρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”